παρακυπτικόν

παρακυπτικόν
παρακυπτικός
fit for peeping through
masc acc sg
παρακυπτικός
fit for peeping through
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρακυπτικός — ή, όν, Μ [παρακύπτω] 1. κατάλληλος για να σκύβει κανείς και να βλέπει («παρακυπτικαὶ θυρίδες», Κώδ. Ιουστιν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακυπτικόν θυρίδα κατάλληλη για να σκύβει κανείς και να βλέπει μέσα ή έξω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”